ἄλειφε

ἄλειφε
ἄ̱λειφε , ἀλείφω
anoint the skin with oil
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀλείφω
anoint the skin with oil
pres imperat act 2nd sg
ἀλείφω
anoint the skin with oil
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • κηρωματιστής — κηρωματιστής, ὁ (Α) αυτός που άλειφε με κήρωμα, με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρωμα, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. *κηρωματ ίζω] …   Dictionary of Greek

  • χειραλειπτώ — έω, Α προετοιμάζομαι για πάλη αλείφοντας τα χέρια μου με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + αλειπτῶ < ἀλείπτης «αυτός που άλειφε τους αθλητές με λάδι, γυμναστής» (< ἀλείφω)] …   Dictionary of Greek

  • Αλφιτώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αρχαία δύσμορφη γυναίκα, όπως η Λάμια και η Μορμώ, με την αναφορά της οποίας οι μητέρες φόβιζαν τα άτακτα παιδιά. Πιθανολογείται ότι στην αρχή ήταν πολύ άσχημη γυναίκα ή γριά, η οποία άλειφε το πρόσωπό της με άλφιτα (αλεύρι… …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — και αλείβω άλειψα, αλείφτηκα, αλειμμένος, απλώνω αλοιφή, κρέμα ή άλλη παρόμοια ουσία σε μία επιφάνεια, πασαλείφω: Την έβλεπε που άλειφε το πρόσωπό της με διάφορες αλοιφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”